- νημάτινος
- -η, -ο [νήμα]1. αυτός που μοιάζει με νήμα, νηματοειδής («νημάτινος ιστός τής αράχνης»)2. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που μπορεί να χωριστεί σε νήματα, νηματώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek